πανθεϊστικός

πανθεϊστικός
η , ό[ν] пантеистический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πανθεϊστικός" в других словарях:

  • πανθεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πανθεϊσμό ή στον πανθεϊστή. επίρρ... πανθεϊστικώς και ά σύμφωνα με τον πανθεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανθεϊσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Κοτζιά] …   Dictionary of Greek

  • πανθεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πανθεϊσμό: Η πανθεϊστική κοσμοθεωρία αρχίζει με το νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»